- ἀκτῖνες
- ἀκτίςrayfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακτίνες Χ — Ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη από τη συχνότητα του φωτός και, αντίστοιχα, με μήκος κύματος πολύ μικρότερο (από 10 8 εκ. μέχρι 10 11 εκ.). Τις ανακάλυψε το 1895 ο Κόνραντ Βίλχελμ Ρέντγκεν (βλ. λ.). Οι α. Χ παράγονται… … Dictionary of Greek
καθοδικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία αποτελούμενη από ηλεκτρόνια, τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης, που ονομάζεται σωλήνας Κρουκς με υψηλό κενό (η πίεση του αερίου πρέπει να είναι κατώτερη από 10 3 χιλιοστά υδραργύρου) … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek